μεγαλόψυχος

μεγαλόψυχος
-η, -ο (ΑM μεγαλόψυχος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.)
νεοελλ.
εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος
νεοελλ.-μσν.
συνεκδ.
1. ανεκτικός, μακρόθυμος
2. καρτερικός, υπομονητικός
αρχ.
1. μεγαλοφάνταστος, ποιητικός, παράδοξος, φαντασιώδης, δονκιχωτικός («κατονομάζειν οἱ μὲν μεγαλοψύχους, οἱ δὲ εὐήθεις» Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλόψυχον
η μεγαλοψυχία.
επίρρ...
μεγαλοψύχως και -α (ΑM μεγαλοψύχως)
με μεγαλοψυχία, με υψηλά αισθήματα
μσν.
με γενναιότητα, με καρτερικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + ψυχή (πρβλ. κακό-ψυχος, καλό-ψυχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόψυχος — η, ο εκείνος που έχει μεγάλη ψυχή, καρτερικός, γενναιόψυχος: Είναι μεγαλόψυχος και δε μου έκανε μήνυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλόψυχος — μεγαλόψῡχος , μεγαλόψυχος high souled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχότερον — μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled adverbial comp μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled masc acc comp sg μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχοτάτας — μεγαλοψῡχοτάτᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem acc superl pl μεγαλοψῡχοτάτᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχοτάτων — μεγαλοψῡχοτάτων , μεγαλόψυχος high souled fem gen superl pl μεγαλοψῡχοτάτων , μεγαλόψυχος high souled masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχοτέρας — μεγαλοψῡχοτέρᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem acc comp pl μεγαλοψῡχοτέρᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχότατον — μεγαλοψῡχότατον , μεγαλόψυχος high souled masc acc superl sg μεγαλοψῡχότατον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψύχως — μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled adverbial μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόψυχον — μεγαλόψῡχον , μεγαλόψυχος high souled masc/fem acc sg μεγαλόψῡχον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Calque — In linguistics, a calque (pronEng|kælk) or loan translation is a word or phrase borrowed from another language by literal, word for word (Latin: verbum pro verbo ) or root for root translation. For example, the common English phrase flea market… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”